Το Κινηματογραφικό Τμήμα Π.Κ. Αμφιλοχίας προβάλει την ταινία “Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΚΤΗΝΟΥΣ” Δευτέρα 25 Νοεμβρίου και ώρα 20:00 στην αίθουσα εκδηλώσεων Δημαρχείου Αμφιλοχίας.
Μία από τις πιο συνειδητοποιημένες, συνεπείς και -το σπουδαιότερο- ταλαντούχες παρουσίες του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, ο Ρένος Χαραλαμπίδης, επιχειρεί μία συνολική μεταφορά του ομότιτλου βιβλίου του Τατσόπουλου και αφηγείται τον πειρασμό ενός αιώνιου φοιτητή, αφανούς διανοούμενου και πρόσφατα απολυθέντα από τον στρατό, να πάρει μέρος στην “τέλεια ληστεία” που σχεδιάζουν δύο παλιοί του συμμαθητές.
Έχοντας μόλις απολυθεί από το στρατό ο Στέφανος, ο κεντρικός μας ήρωας, ανακαλύπτει πως τον βαραίνουν τα χρέη της εκλιπούσας μητέρας του την ίδια στιγμή που δέχεται την απόρριψη της άλλοτε αφοσιωμένης ερωμένης του. Ο Τσακίρης, συμμαθητής του από το γυμνάσιο, με τον οποίο έχουν να συναντηθούν πάνω από δέκα χρόνια, εμφανίζεται στην κηδεία της μητέρας του και τον προσκαλεί στο “Brasil” – μπαρ του υποκόσμου, του οποίου είναι και ιδιοκτήτης. Η περιπέτεια, ο έρωτας και η νοσταλγία εναλλάσσονται στην μελαγχολική Αθήνα του σήμερα.
Δεδομένης της σύντομης φιλμογραφίας του, του εύλογου διαστήματος που μεσολάβησε από την τελευταία του δουλειά και, φυσικά, της συζήτησης που ο ίδιος έχει τροφοδοτήσει, σχετικά με το συνειδητό μοίρασμα του ανάμεσα σε εμπορικές τηλεοπτικές συμμετοχές και απαιτητικότερα κινηματογραφικά σχέδια, ο Χαραλαμπίδης καλείται να αποδείξει τώρα πως μπορεί να προχωρήσει το σκηνοθετικό του ύφος ένα βήμα πιο πέρα. Με την «Καρδιά του Κτήνους», ο σκηνοθέτης καταφέρνει, πράγματι, να κερδίσει αυτό το ομολογουμένως μεγάλο στοίχημα. Ακόμα και στο περιορισμένο σώμα των τριών συνολικά μεγάλου μήκους ταινιών του, η προσωπική σκηνοθετική του υπογραφή παραμένει αναγνωρίσιμη και ανακουφιστικά αδιαπραγμάτευτη.
Στην «Καρδιά του Κτήνους», ο κεντρικός ήρωας -τον οποίο ερμηνεύει και πάλι ο ίδιος ο σκηνοθέτης- συστήνεται σαν ένας ακόμα αφανής περιπλανητής, ένας διακριτικός παρατηρητής σε διαρκή αναζήτηση απροσδόκητων παραστάσεων και ακραίων προσωπικοτήτων, στα στενά και τους κλειστούς χώρους ενός παρεξηγημένου τόπου. Μέσα από τη ματιά του Χαραλαμπίδη, η Αθήνα διεκδικεί -έστω και καθυστερημένα- την θέση της στο σύμπαν των urban ονειροτόπων του παγκόσμιου κινηματογράφου. Λιγότερο λαμπρή από την Νέα Υόρκη του Allen και του Scorsese, ή την Ρώμη των μεγάλων Ιταλών σκηνοθετών, η Αθήνα μπορεί να κινηματογραφείται εδώ με συστολή και φειδώ και με επίγνωση της περιορισμένης αισθητικής της βαρύτητας, γίνεται όμως αντικείμενο αντίστοιχης στοργής και αφοσίωσης με τις παραπάνω πόλεις-φετίχ της μεγάλης οθόνης. Ο σκηνοθέτης ντύνει την περιπλάνηση του ήρωά του με το γνώριμο εξομολογητικό voice-over, ποτίζοντας το φιλμ με προσωπικές αναμνήσεις και οικείες, ψεύδο-φιλοσοφικές αναζητήσεις. Στην ουσία, βρίσκει το θάρρος να διεκδικήσει την ΑπατρότηταΑ αυτού του τόπου, παρατηρώντας τον σχολαστικά και επανασυστήνοντάς τον στο κοινό που ντρέπεται να τον αγαπήσει. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο οι χαρακτήρες του Χαραλαμπίδη αναζητούν τον έρωτα και τις μεγάλες απαντήσεις είναι απενοχοποιημένα ελληνικό, κι όμως διόλου γραφικό ή τυποποιημένο. Κι αυτή είναι η ουσιαστική προσφορά του σκηνοθέτη στον αμφίβολο αγώνα του ελληνικού κινηματογράφου.
Βέβαια, εκπτώσεις υπάρχουν και είναι εμφανείς. Η ατυχής επιλογή ερμηνευτών (και όχι ηθοποιών) περιορισμένης ικανότητας και -ακόμα χειρότερα- ηθοποιών άκρως τυποποιημένων μέσα από τις τηλεοπτικές τους περσόνες, αποδυναμώνουν μέχρι ενός σημείου την αυθεντικότητα της αφήγησης, αλλά και την ολοκληρωμένη ανάπτυξη των χαρακτήρων, οι οποίοι δεν παύουν ποτέ να λειτουργούν ως απλές αφορμές για το ξεδίπλωμα της δράσης. Πόσο σημαντικές, όμως, μπορεί να είναι αυτές οι υποχωρήσεις, όταν το mainstream ελληνικό σινεμά στερείται πλήρως έμπνευσης και ταυτότητας; Ο Χαραλαμπίδης έρχεται να καλύψει το κενό ανάμεσα στον σταθερό αγώνα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου και την τραγωδία της ετήσιας κινηματογραφικής παραγωγής του τόπου μας.Βέβαια, εκπτώσεις υπάρχουν και είναι εμφανείς. Η ατυχής επιλογή ερμηνευτών (και όχι ηθοποιών) περιορισμένης ικανότητας και -ακόμα χειρότερα- ηθοποιών άκρως τυποποιημένων μέσα από τις τηλεοπτικές τους περσόνες, αποδυναμώνουν μέχρι ενός σημείου την αυθεντικότητα της αφήγησης, αλλά και την ολοκληρωμένη ανάπτυξη των χαρακτήρων, οι οποίοι δεν παύουν ποτέ να λειτουργούν ως απλές αφορμές για το ξεδίπλωμα της δράσης. Πόσο σημαντικές, όμως, μπορεί να είναι αυτές οι υποχωρήσεις, όταν το mainstream ελληνικό σινεμά στερείται πλήρως έμπνευσης και ταυτότητας; Ο Χαραλαμπίδης έρχεται να καλύψει το κενό ανάμεσα στον σταθερό αγώνα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου και την τραγωδία της ετήσιας κινηματογραφικής παραγωγής του τόπου μας.